- οστεολογικός
- -ή, -ό [οστεολογία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστεολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οστεογραφικός — ή, ό [οστεογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεογραφία, οστεολογικός … Dictionary of Greek